πολυφαγία — πολυφαγίᾱ , πολυφαγία excess in eating fem nom/voc/acc dual πολυφαγίᾱ , πολυφαγία excess in eating fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφαγίᾳ — πολυφαγίᾱͅ , πολυφαγία excess in eating fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφαγία — η το να τρώει κανείς πολύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυφαγίας — πολυφαγίᾱς , πολυφαγία excess in eating fem acc pl πολυφαγίᾱς , πολυφαγία excess in eating fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφαγίαν — πολυφαγίᾱν , πολυφαγία excess in eating fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφαγίαις — πολυφαγία excess in eating fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφαγίῃ — πολυφαγία excess in eating fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φαγία — ΝΜΑ β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε φάγος* ή από ρ. σε φαγώ (για την ετυμολ. και σημ. τών λ. βλ. λήμμα φαγος).Παραδείγματα λ. με β συνθετικό φαγία: αδηφαγία, ανθρωποφαγία, ζωοφαγία, ιχθυοφαγία, κρεοφαγία / … Dictionary of Greek
διαβήτης — I (Ιατρ.). Όρος που αναφέρεται σε μια ετερογενή ομάδα παθολογικών καταστάσεων, που έχουν κοινό γνώρισμα την υπερβολική αποβολή ούρων. Ο όρος αναφέρεται συνήθως στον σακχαρώδη δ. που είναι και η πιο συχνή από τις καταστάσεις αυτές. Ο σακχαρώδης δ … Dictionary of Greek
polifagia — (Del gr. polys, mucho + phago, comer.) ► sustantivo femenino MEDICINA Aumento desmesurado de la sensación de hambre. * * * polifagia (del gr. «polyphagía», voracidad) f. Med. *Hambre patológica. ≃ Hambre canina. * * * polifagia. (Del gr.… … Enciclopedia Universal